- κογχυλευτής
- κογχυλευτής, ὁ (Α)αυτός που αλιεύει κοχύλια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κογχύλη, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κογχυλ-εύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κογχυλευταί — κογχυλευτής murex fisher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχυλευτικός — κογχυλευτικός, ή, όν (AM) [κογχυλευτής] 1. αυτός που ανήκει στην αλιεία κοχυλιών ή είναι κατάλληλος γι αυτήν 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κογχυλευτική η τέχνη τής αλιείας κοχυλιών … Dictionary of Greek
κογχυλιευτής — κογχυλιευτής, ὁ (Α) [κογχύλιον] κογχυλευτής* … Dictionary of Greek